- εκχύμωση
- Διασκόρπιση αίματος στους μαλακούς ιστούς του σώματος, με αιτία το χτύπημα ή την πίεση από αμβλύ όργανο. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί και στην πορεία νόσου με αιμορραγική διάθεση, καθώς και έπειτα από ασφυξία ή κατάψυξη. Η ε. έχει αρχικά χρώμα κόκκινο ωχρό, μπορεί όμως να είναι και κιτρινοπράσινο κυρίως κατά τις πρώτες ημέρες μετά από θλάση των ιστών, ωσότου απορροφηθεί. Ακριβώς γι’ αυτό η ηλικία του τραύματος μπορεί να προσδιοριστεί από το χρώμα της ε. Οι μεγάλες σε έκταση ε. λέγονται αιματώματα.
* * *η (AM ἐκχύμωσις)η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκχυμώ, η έκχυση αίματος από τα τριχοειδή αγγεία κάτω από το δέρμα, αιμάτωμα.
Dictionary of Greek. 2013.